- ἀλωπέκιον
- ἀλωπέκιονlittle foxneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλωπέκιον — ἀλωπέκιον, το (Α) 1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
ἀλωπεκίοις — ἀλωπέκιον little fox neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίοισι — ἀλωπέκιον little fox neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίου — ἀλωπέκιον little fox neut gen sg ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπεκίων — ἀλωπέκιον little fox neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλωπέκια — ἀλωπέκιον little fox neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
απάκι — το (Μ ἀπάκι) (κ. κιν, το, πληθ. κια, τα) 1. τα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά 2. φρ. «μου πεσαν τ απάκια» πονάει η μέση μου από την κούραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκιον «μικρόσωμη αλεπού» πληθ. αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια, με… … Dictionary of Greek